Drifter - Nowhere to Hide
Drifter-Nowhere to Hide
Στόχαστρο και πάλι στο underground των 80ς και συγκεκριμένα στην Ελβετία για να γνωρίσουμε τους Drifter. Η μπάντα ιδρύθηκε το 1981 από τον κιθαρίστα Peter Wolff, τότε ως Mana Prime. Το 1983, δηλαδή με τον ερχομό του drummer του Ivano Marcon, το αλλάζουν σε Drifter. Εκείνες τις εποχές, υπέυθυνος για την διαφήμιση/προώθηση ήταν ο Πατέρας της Ελβετικής σκηνής, ο Tom Warrior των Hellhammer/Celtic Frost. Ξεκινούν να γράφουν το δικό τους υλικό (heavy metal) μιας και η σύνθεση της μπάντας είχε σταθεροποιηθεί ήδη από το 1983. Όπως όλες οι μπάντες της εποχής, δημιουργούν demos και με την δύναμη του tapetrading φτάνουν σε πολλούς οπαδούς και μπάντες με τις οποίες δημιουργούν δυνατές σχέσεις. Τελικά καταφέρνουν να κυκλοφορήσουν το πρώτο δίσκο της μπάντας ‘’ Reality Turns to Dust’’ (με αρκετά τραγούδια από τα demos) το 1988 μέσω της μικρής Γερμανικής Frontrow. Ο ήχος τους έχει σκληρύνει αρκετά σε σχέση με το παρελθόν, μην ξεχνάμε ότι το thrash είναι ο βασιλιάς της Metal εκείνη τη χρονιά. Ένα χρόνο αργότερα, με φρεσκότατο υλικό, ίδια σύνθεση και εταιρία, κυκλοφορούν το ‘’Nowhere to Hide’’. Λίγο η εταιρία, λίγο η χώρα προέλευσης, λίγο ο ήχος τους που υστερούσε σε βία σε σχέση με το thrash και τον φρέσκο ήχο του death metal, η μπάντα παρέμεινε στο underground. Αποχωρούν ο drummer και ο τραγουδιστής με το τέλος να έρχεται για όλους δυο χρόνια μετά, το 1991. Το συγκρότημα επανασυνδέθηκε κάποια στιγμή, έβγαλε νέα μουσική, επανακυκλοφόρησε παλιά demos, έδωσε αρκετές συναυλίες αλλά τελικά έβησε και πάλι κάπου το 2011 χωρίς νέο δίσκο.
To ‘’Nowhere to Hide’’ είναι όχι μόνο η αξιόλογη συνέχεια του ντεμπούτου αλλά ίσως και καλύτερο. Έχει τον Power/thrash ήχο των Overkill/Helstar και Flotsam And Jetsam με πιο Τευτονικό ήχο, σαν να είναι μια μπάντα της Noise Records. Παίζουν αρκετά τεχνικά, αγαπάνε μπάντες σαν Coroner και Sieges Even αλλά ακούγονται πιο Powerάδες. Η συχνή χρήση των πολυφωνικών (από φίλους και μέλη της παραγωγής) στα refrain αφήνει ένα πεζοδρομιακό/συναυλιακό χαρακτήρα. Τους κάνει πιο προσιτούς και πιο διαθέσιμους να γκρεμίσουν τα πάντα γύρω τους με τσαμπουκά παρά τεχνικές ικανότητες οι οποίες βέβαια δεν είναι λίγες ούτε κρυμμένες όπως θα καταλάβετε από το πρώτο άκουσμα. Μια ηχητική συνωμοσία των έγχορδων και τα κρουστά δημιουργόνται μια πολεμική συσκευή που ονομάζεται Drifter. Η παραγωγή δεν είναι κορυφαία αλλά έχει την ταυτότητα των 80ς. Υπεύθυνος ο Kalle Trapp, παραγωγός για πολλές Γερμανικέ μπάντες της εποχής και όχι μόνο. Πολιτικοκοινωνικοί στίχοι ιχνηλατούν τις θρασάδικες επιρροές τους μαζί με το Heavy Metal παρελθόν τους σφυρηλατούν ένα κράμα που εκσφεντονίζεται επιθετικά στα κεφάλια μας.
Μηχανικό παίξιμο που σε ξεσκίζει στα δυο, τσιμεντένιος ρυθμός και λυσσασμένα riffs. Δυο κιθάρες μοιράζουν πόνο ασταμάτητα και μετακινούν τα γρανάζια αυτής την συγχρονισμένης μηχανής. Ακούμε αρκετές τσιρίδες, δίνοντας αυτό τον Power metal χαρακτήρα που προαναφέραμε ενώ οι οξυδερκείς στίχοι που εκσφεντονίζονται έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. Μελωδίες-θηρευτές που παραμονεύουν σε όλη τη διάρκεια υπόσχονται την αιχμαλώτιση σας σαν παντοτινοί ακροατές. Εκδίκηση νεαρών δαιμόνων χρησιμοποιώντας την ηχητική τέχνη. Μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο του ‘’Elder’’, κάθε τραγούδι και καλύτερο.Ηχητικοί διαπληκτισμοί και αμείλικτοι κίνδυνοι σε κάθε αυλάκι που βυθίζεται η βελόνα. Στην ευχαριστήρια λίστα μετά από αρκετές μπάντες, τελευταίο εμφανίζεται το όνομα του Phil Cambell (Motorhead) ο οποίος σολάρει σε δυο τραγούδια και τραγουδά και αυτός στη διασκευή των Rose Tattoo που κλείνει το δίσκο. To ‘’ We Can't be Beaten’’ είναι από τη φύση του πορωτικό, μεταλάδικο, ρυθμικό, συναυλιακό, δεσμωτικό. Έχει και πλάκα το βιντεοκλιπ με την γκριμάτσα του Tommy όταν περνάει η κοπέλα μπροστά του....