Heavens Gate - In Control
Heavens Gate-In Control
Οι Helloween των 80ς έγιναν ταυτόσημο με την Ευρωπαική Power Metal Σχολή. Το να σου αρέσει αυτός ο ήχος και να μην έχεις ακούσει το ‘’Livin In Hysteria’’ των Heavens Gate είναι απαράδεκτη κατάσταση και πρέπει να διορθωθεί αμέσως. Οι συγκεκριμένοι Γερμανοί αξίζει όμως να μνημονεύονται και για άλλους τους δίσκους, όπως το ντεμπούτο, ‘’In Control’’. Πηγαίνοντας πιο βαθιά στο παρελθόν συναντάμε τους Steeltower που αποτελούνταν από το ρυθμικό ντουέτο και τον τραγουδιστή των μετέπειτα Heavens Gate. Ο μοναδικός τους δίσκος, ‘’Night Of The Dog’’ κυκλοφόρησε το 1984 και αξίζει της προσοχή σας. Γνήσιο Heavy Metal με τα τρομερά φωνητικά του Rettke. Οι συνθέσεις όμως ανήκουν στους δυο κιθαρίστες της μπάντας που δεν ακολούθησαν την μετανομασία-μετεξέλιξη της μπάντας το 1987. Το ντεμπούτο βγαίνει το 1989 από μια μικρή εταιρία (η ίδια που είχει τους Blind Guardian) και οι συνθέσεις πλέον είναι εκμύζηση των Rettke και του ενός νέου κιθαρίστα, Bliski, με άλλους να συνεισφέρουν αλλά πολύ λιγότερο. Τρομερό υλικό, ελάχιστα κατώτερου του ‘’Livin In Hysteria’’ που θα ακολουθήσει δυο χρόνια μετά. Η πεμπτουσία του Ευρωπακού Power Metal που ήταν ναι μεν μελωδικότατο αλλά δεν ήταν χαζοχαρούμενο. Η πενταμελής ομάδα παραμένει ίδια και τα πράγματα φαίνονται ευοίωνα γι αυτούς. Παρόλα αυτά, χωρίς κάτι να αλλάξει στην σύνθεση της μπάντας ή την νέα τους εταιρία (Steamhammer), το ‘’Hell For Sale’’ του 1992 ακούγεται αποπροσανατολισμένο και κατώτερο συνθετικά. Εννοείται βέβαια ότι δεν είναι άσχημος δίσκος, απλά χωλαίνει υπερβολικά σε σύγκριση με τα δυο πρώτα. Με μοναδική αλλαγή αυτή του μπασίστα, οι Heavens Gate θα βγάλουν ακόμα δυο δίσκους, σε πολύ καλό επίπεδο αλλά χωρίς να κερδίζουν καρδιές και ψυχές. Ίσως να αλλάξανε οι καιροί, ίσως εμείς, ίσως και τα δυο. Το τέλος γι αυτούς έφτασε το 1999 με τον έτερο κιθαρίστα της μπάντας, Sascha Paeth να γίνεται πασίγνωστος παραγωγός (αλλά και κιθαρίστας των Avantasia κ.α.).
Μια αχρείαστη εισαγωγή και το ομώνυμο τραγούδι μας καλωσορίζει και μας γνωρίζει την μπάντα. Μεσαίων ταχυτήτων ρυθμοί, κιθάρες που γαζώνουν και μια μοναδική φωνή που χωρίς να υπερβάλει στις ψιλές, ακούγεται πάρα πολύ εθιστικός. Οι φωνητικές μελωδίες χτίζονται πάνω στα riffs και riffs ξαμολούνται επικίνδυνα όταν το λαρύγγι χαρίζει μελωδίες. Δισολιές μακελεύουν χωρίς οίκτο και έχουν λόγο ύπαρξης. HEAVY METAL κύριοι, απλό και σταράτο. Όπως μας (τους) το μάθανε οι Judas Priest. Τα Riffs κάνουν επιδρομές, οι μελωδίες εισβάλλουν στο μυαλό και γεννάνε συναισθήματα ευχαρίστησης. Έμπνευση που ξεχειλίζει, όρεξη υπερπληρωμένη και ικανότατοι παικταράδες. Είτε όταν ανεβάζουν ταχύτητες σαν το ‘’Surrender’’ και δεν αφήνουν σβέρκο ακούνητο με τις φλογοβόλες κιθάρες και τα φωνητικά από το διάστημα, είτε όταν παίζουν πιο hard rockάδικα και δεν αφήνουν μέση αλύγιστη με την τσαχπινιά και την μελωδικότητα τους. Γενικότερα όπου βάζει χέρι ο Blinski, τα πράγματα γίνονται πιο απομεταλλωμένα.
Ακονίστε τα τσεκούρια σας, ξεβουλώστε τα αυτιά σας και ακούστε το ‘’Tyrants’’. Άλλος έχει το όνομα (και την χάρη) και άλλος έχει (το όνομα) και την χάρη. Και αν μπερδευτήκατε, και οι δυο μπάντες που σκεφτήκατε, αξίζουν τα μάλα. Το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, το επικότατο ‘’Path Of Glory’’ συνεχίζει. Ρυθμός που ζηλεύουν και τα άλογα των Manowar, διάθεση που θα ήθελαν και οι Domine και στο δεύτερο τους δίσκο. Η πιο ομαδική σύνθεση με τον Sascha μόνο να λείπει. Ο οποίος Sascha χαρίζει μαζί με τον έτερο κιθαρίστα τα πιο ωραία σολαρίσματα του δίσκου, με τις χορδές να γλιστράνε από τον ιδρώτα της φαντασίας και της μάχης. Στροφή 180 μοιρών και μια επτάλεπτη Power Ballad στο παιχνίδι. Ο Thomas παίρνει τα ηνία και μας προιδεάζει με την καθάρια φωνή του. Κατόπιν έγχορδα και τύμπανα στέλνουν κύματα δύναμης παρόλο που οι στίχοι και η φωνή είναι μελοδραματική. Το ‘’In Control’’ κλείνει με μια διασκευή, αυτή της Joni Mitchell. Μιλάμε για ακουστική κιθάρα, γυναικεία φωνητικά και 1971. Ε οι Heavens Gate του έδωσαν φτερά και τα έβαλαν φωτιά. Καμιά σχέση. Θα μπορούσε όμως να λείπει από τον δίσκο αλλά έτσι και αλλιώς μαζί με αυτό, η διάρκεια του δίσκου είναι μικρή, σαράντα λεπτά με το ζόρι. Η παραγωγή του πανέμπειρου Tommy Hansen δίνει την παραπάνω ενέργεια που χρειάζεται το είδος ενώ το εξώφυλλο δεν ενθουσιάζει.