- Home
- THE DUELLISTS VOL.2 ΠΟΙΑ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ BLACK SABBATH;
THE DUELLISTS VOL.2 ΠΟΙΑ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ BLACK SABBATH;
Δεύτερος γύρος συνομιλιών και διαπραγματεύσεων για τους ακάματους συντάκτες μας, που τούτη τη φορά ξιφουλκούν για το ποια είναι η καλύτερη περίοδος των Black Sabbath. Η αρχισυνταξία δεν φέρει ευθύνη για τις φρικτές κουβέντες που ανταλλάσσονται.
Πέντε περίοδοι, πέντε συντάκτες, πέντε ημέρες. Σήμερα η… εκκεντρική (όχι, βρείτε εσείς επίθετο) περίοδος με τον Ian Gillan σε ρόλο frontman (1983).
Κων/νος Χρυσόγελος: Good life is contradiction
Μιλάμε για τους Black Sabbath, συνεπώς: «αρχηγών παρόντων πάσα αρχή παυσάτω»! Πέντε δεκαετίες, κάμποσοι τραγουδιστές, και ο Tony Iommi πανταχού παρών να βγάζει τον έναν υπερδίσκο μετά τον άλλο. Κανονικά δεν πρέπει να συνεχίσουμε την κουβέντα. Τα κλείνουμε και πάμε για σουβλάκια, όπου τραβιόμαστε ολοβραδίς για το ποια είναι η καλύτερη περίοδος των γεννητόρων, επιγόνων και θριαμβευτών (3 σε 1) της αγαπημένης μας μουσικής, από εκείνες τις μάταιες κόντρες στις οποίες αρέσκονται, ως γνωστόν, οι μεταλλάδες. Αλλά τι να κάνουμε, το Metalzone, το ξέρετε καλύτερα από μας, απαρτίζεται από ψυχοπαθείς συντάκτες, οπότε βάζω κι εγώ τις (παράδοξες, όπως θα φανεί) σκέψεις μου σε μια σειρά και πατάω γκάζι.
Επί Ozzy έκτισαν πάνω σε ατσάλινα θεμέλια, επί Dio συνέχισαν, επί Martin αναγεννήθηκαν, και τα τελευταία κάμποσα χρόνια εμφανίζονται για να κάνουν τη ζωή μας χαρούμενη. Καλά όλα αυτά, αλλά κάπου στα μέσα των 80s είχαν κυκλοφορήσει και δύο δίσκοι υπό το όνομα των Sabs, οι οποίοι, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, περιέπεσαν σε αφάνεια. Ο ένας είναι το “Seventh star” του 1986, που προσωπικά δεν τον θεωρώ άξιο λόγου, παρά μόνο για το γεγονός ότι ξαναέβαλε στον χάρτη τον Iommi, και ο δεύτερος το «βλαμμένο παιδί» της δισκογραφίας της μπάντας, το μυθικό “Born again” του 1983. Για κάποια σκοτεινή και απροσδιόριστη αιτία, αποφάσισα να σας μιλήσω για το τελευταίο αυτό.
Έχουμε και λέμε: Ο Ian Gillan για αδιευκρίνιστους λόγους πίσω απ’ το μικρόφωνο, χάλια εξώφυλλο, φρικτή παραγωγή και ατελείωτες καλτ στιγμές στην περιοδεία που ακολούθησε. Αξίζει να σταθούμε παραπάνω εδώ; Μα, φυσικά! Το “Born again” είναι η μεγάλη πλάκα των Sabs, ένα διαχρονικό αστείο που πιάνει όσες φορές κι αν το αφηγηθείς. Ο φύσει πλακατζής Gillan σε κάνει να θέλεις να χωθείς μέσα στην ιστορία του δίσκου, καθώς ο ίδιος θυμάται τις σπαρταριστές στιγμές που έζησε εκείνη την αξιοπερίεργη χρονιά. Γι’ αυτό λοιπόν σημειώστε και συγκρατήστε το εξής: Το “Born again” δεν είναι απλά ένας δίσκος, αλλά πολιτισμικό φαινόμενο ή, καλύτερα, η πιο πετυχημένη αναπαράσταση του 80s heavy metal που θα συναντήσετε ποτέ.
Ο Iommi θυμάται τα δικά του: Ο Gillan «έσκασε» στο studio με την… τέντα του (!), η οποία, αφού στήθηκε στον κήπο, έγινε ο προσωπικός χώρος του τραγουδιστή. Ακολούθησαν μέρες γεμάτες καψόνια και χαβαλέ, συμπεριλαμβανομένης εκείνης της φοράς που ο Gillan διέλυσε ένα αμάξι (η εμπειρία θα αποτυπωθεί στους στίχους του “Trashed”). Τέλος πάντων, ο δίσκος ηχογραφήθηκε κάπως, αλλά ο βάρδος κάτι έσπασε στα μηχανήματα και το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται σαν… demo των Dimmu Borgir. Μετά η περιοδεία. Ο Gillan βαριέται να μάθει τους στίχους, γι’ αυτό στήνει ένα monitor στα πόδια του για να τους διαβάζει από κάτω. Ο καπνός όμως του κρύβει τη θέα, αναγκάζοντάς τον να σκύβει κάθε τρεις και λίγο και να χάνεται μέσα στο ντουμάνι. Ένας χρόνος απόλυτης τρολιάς, που όταν φτάνει στο τέλος του βρίσκει την μπάντα αποσυναρμολογημένη: ο Gillan αποχωρεί τη απάντων συναινέσει, οι Butler / Ward ακολουθούν ετεροχρονισμένα και οι Sabs μπαίνουν στον πάγο για αρκετό καιρό.
«Ωραία όλα αυτά, γελάσαμε», σας ακούω να λέτε, «αλλά τι μας τα πρήζεις;» Λοιπόν, ξεκινώ από τα πιο απλά: Η μουσική του δίσκου είναι απλά φοβερή. Αν είχε την παραγωγή του “Mob rules”, θα μιλούσαμε ίσως για τον καλύτερο post-Ozzy δίσκο των Sabs, και το εννοώ. Κομμάτια όπως “Disturbing the priest” και “Zero the hero” δεν τα ακούς κάθε μέρα, ενώ από κοντά συντρέχουν τα “Trashed”, “Keep it warm” και το ομώνυμο. Ακόμα και το “Digital bitch” έχει κάτι να πει, ενώ ανάμεσα στις αδυναμίες μου θα βρείτε το ambient λιθαράκι του “Stonehenge” (μεγάλε Nicholls!). Ειδικά για το “Zero the hero” αξίζει να θυμηθούμε ότι το κεντρικό riff του το «δανείστηκαν» οι Guns N’ Roses για το “Paradise city”, ενώ δεν μου βγαίνει απ’ το μυαλό ότι άσκησε επιρροή και στο “Princes of the universe” των Queen.
Αλλά επιστρέφω στο “Stonehenge”. Γνωστός ο αστικός μύθος ότι το τεράστιο stage show με το γιγαντιαίο Stonehenge, που δημιούργησε ικανά προβλήματα στην περιοδεία, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την πιο αστεία σκηνή της φοβερής κωμωδίας “This is Spinal Tap” (1984). Στην ταινία, οι τρελό-μεταλλάδες παραγγέλνουν ένα χαρτονένιο Stonehenge, αλλά ο σκηνογράφος παίρνει λάθος διαστάσεις και τελικά τους φέρνει ένα λιλιπούτειο, το οποίο εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του live, εν αγνοία των εμβρόντητων μουσικών. Στην πραγματικότητα οι παραγωγοί εμπνεύστηκαν την ιστορία από τους Led Zeppelin, πιστεύω όμως πως μπορούμε να παραβλέψουμε την ιστορική αλήθεια και να προσποιηθούμε ότι οι Sabs βρίσκονται από πίσω της, οι οποίοι άλλωστε επί Gillan ήταν πιο Spinal Tap από τους Spinal Tap.
Ακούστε άρα το “Born again” έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω, ταινίες, ανέκδοτα και συναυλιακά έκτροπα. Το επαναλαμβάνω: Πρόκειται για πολιτισμικό φαινόμενο, όχι για έναν απλό δίσκο. Συνεχίζω όμως, γιατί δεν ολοκλήρωσα. Στην ψηφιακή εποχή που ζούμε δεν υπάρχουν δικαιολογίες του τύπου «δεν ξέρω» ή «μα, πού να το βρω;». Ουδέν κρυπτόν υπό το YouTube, εκεί που μας περιμένουν άπειρα bootlegs όλης της καριέρας των Sabs, κάποια εκ των οποίων εποχής Gillan. Απλά σας προτρέπω να ακούσετε πώς λέει ο άνθρωπος τα παλιότερα τραγούδια. Στο “Black Sabbath”, για παράδειγμα, σας το εγγυώμαι, θα πάθετε πλάκα. Περιττό να πω ότι τα εποχής Ozzy κομμάτια τα εκτελεί σαφώς ανώτερα από τον Dio – ο πανύψηλος νάνος είχε το κακό συνήθειο να τους προδίδει έναν «ψευδό-μοχθηρό» τόνο, που δεν τους πήγαινε καθόλου.
Συνοψίζω: Ένας πολύ (μα πολύ) καλός δίσκος, ιστορίες που πραγματικά αξίζει να τις αναδιηγιόμαστε, μια εκλεκτική συγγένεια με το ξεκαρδιστικό “This is Spinal Tap”, όλα τυλιγμένα με την χειρότερη δυνατή παραγωγή και ένα νοσηρά γοητευτικό εξώφυλλο. Αυτοί είναι οι λόγοι (όχι και λίγοι) που βάζω στο στερεοφωνικό μου τόσο συχνά το “Born again”, μην σας πω συχνότερα κι από το “Master of reality” ή το “Heaven and hell”. Στην υγειά του Gillan!